Υπερχρεωμένα νοικοκυριά: περί της δόλιας περιέλευσης οφειλέτη σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής .
Ενδιαφέρουσα απόφαση του Αρείου Πάγου για το ορισμένο της ένστασης δόλου
Απόσπασμα απόφασης Αρείου Πάγου 400/2020 (Τμήμα Δ' Πολιτικό)
Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ", με τον μοναδικό λόγο της από 20-9-2018 αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, την πλημμέλεια εκ του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, με την πληττόμενη απόφασή του εσφαλμένα ερμήνευσε κι εφήρμοσε την έννοια του δόλου, του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' ν.3869/2010 σε συνδ. και με το άρθρο 330 ΑΚ, παραβιάζοντας έτσι ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή τις παραπάνω διατάξεις, καθόσον απέρριψε ως αόριστη, την παραδεκτώς προβληθείσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφερθείσα νομίμως με αυτοτελή λόγο έφεσης ένστασή του περί δόλιας περιέλευσης των αιτούντων και ήδη αναιρεσιβλήτων σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των δανειακών τους υποχρεώσεων, αξιώνοντας περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 και περιορίζοντας εσφαλμένα το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως σε περιπτώσεις απατηλής συμπεριφοράς εκ μέρους του οφειλέτη (δηλ. άμεσου δόλου) ενώ για την παραδοχή της ως άνω ένστασης αρκεί και ενδεχόμενος δόλος.
Ειδικότερα δε, το δικάσαν ως Εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο, απέρριψε ως αόριστο τον ως άνω ισχυρισμό του, δεχόμενο κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων ότι μόνη η επίκληση από τον πιστωτή της εκ μέρους των οφειλετών ανάληψης υπερβολικών οικονομικών υποχρεώσεων, δια του δανεισμού τους, έστω και εν γνώσει της αδυναμίας τους να τις αποπληρώσουν, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του πραγματικού της ένστασης δόλου, αλλά απαιτείται να αναφέρονται συγκεκριμένες ενέργειες των οφειλετών με στόχο την απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και των υποχρεώσεών τους και τη συνέχιση ανάληψης υποχρεώσεων εκ μέρους τους, ενέργειες, όμως, που στην προκειμένη περίπτωση δεν μνημονεύονται και συνεπώς ότι ομοίως αποφανθέν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γι' αυτό τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από το εκκαλούν τυγχάνουν απορριπτέα.
Έτσι που έκρινε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και ειδικότερα με το να απορρίψει ως αόριστη την ως άνω ένσταση δεχόμενο αφ' ενός μεν ότι δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας του δόλου του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' του ν. 3869/2010 η επίκληση από τον πιστωτή της εκ μέρους των οφειλετών ανάληψης υπερβολικών οικονομικών υποχρεώσεων, διά του δανεισμού τους, έστω και εν γνώσει της αδυναμίας τους να τις αποπληρώσουν, αφ' ετέρου δε με το να απαιτήσει προς τούτο ως πρόσθετο στοιχείο την αναφορά συγκεκριμένων ενεργειών τους που αποσκοπούσαν στην απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και των υποχρεώσεών τους και τη συνέχιση ανάληψης οικονομικών υποχρεώσεων εκ μέρους τους αξίωσε περισσότερα στοιχεία από αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη στοιχειοθέτηση της ένστασης δολιότητας του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, όπως βασίμως ισχυρίζεται το αναιρεσείον με το μοναδικό λόγο αναίρεσης.
Κατά τα λοιπά ο λόγος αυτός της αναίρεσης κατά το μέρος που προβάλλονται αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα οποία στήριξε το παραπάνω αποδεικτικό του πόρισμα, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς του, στην διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., όπως εκτιμάται, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.), με επαναξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που δεν επιτρέπεται, έστω και αν το δικαστήριο, με την εκτίμησή τους, κατέληξε σε εσφαλμένη περί τα πράγματα κρίση.
Κατά συνέπεια γενομένου δεκτού του λόγου αναίρεσης από το άρθρο 560 αριθμ. 1 εδ. α' του Κ.Πολ.Δικ, κατά το μέρος που αφορά την εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή από την αναιρεσιβαλλόμενη των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' ν. 3869/2010, σε συνδυασμό και με το άρθρο 330 ΑΚ, ως προς την έννοια του δόλου, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔικ). Διάταξη περί επιστροφής παραβόλου δεν ορίζεται διότι το αναιρεσείον ως Ν.Π.Δ.Δ. δεν υποχρεούται στην καταβολή παράβολου. Επίσης δεν ορίζεται και διάταξη δικαστικής δαπάνης, έστω και εάν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδ. β' Ν. 3869/2010), διότι η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου, δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου 746 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 εδ. β' του Ν. 3869/2010, κατά την οποία, "...δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται..." και το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 286/2017, ΑΠ 65/2017, ΑΠ 951/2015).
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2020.